αγγειογραφικός

αγγειογραφικός
-ή, -ό [αγγειογραφία]
1. ο σχετικός με την αγγειογραφία*
2. το θηλ. ως ουσ. η αγγειογραφική
αγγειογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”